Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

ΚΟΥΡΑΣΑΝΙ-ΠΑΤΗΤΗ ΤΣΙΜΕΝΤΟΚΟΝΙΑ-BETON CIRE-Deco Beton-Tadelakt


ΚΟΥΡΑΣΑΝΙ-ΠΑΤΗΤΗ ΤΣΙΜΕΝΤΟΚΟΝΙΑ-BETON CIRE-Deco Beton-Tadelakt


Ας κάνουμε μια συνοπτική περιγραφή των προϊόντων, ώστε να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται.
 ΚΟΥΡΑΣΑΝΙ
Έχουμε λοιπόν το κουρασάνι το οποίοείναι συνδυασμός κονίας και κεραμικών προϊόντων διαφόρων κοκκομετρικών διαβαθμίσεων, αποτελείται κυρίως από θηραϊκή γη και κεραμάλευρα. Με το κουρασάνι το επίχρισμα χρωματίζεται απευθείας σε διάφορες αποχρώσεις .Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για :εμφανείς τοιχοποιίες, ειδικά επιχρίσματα για νέες οικοδομές, επιστρώσεις δαπέδων, εύκαμπτα δάπεδα αθλητικών χώρων, στεγανωτικές εργασίες, κατασκευή τούβλων και κεραμιδιών διαφόρων διαστάσεων, αρμολογήματα, εσωτερικούς χώρους, εμφανή έγχρωμα μπετά.
ΠΑΤΗΤΗ ΤΣΙΜΕΝΤΟΚΟΝΙΑ
 Η πατητή τσιμεντοκονία , είναι ουσιαστικά το αρχαίο «δυαδικό τσιμέντο» και σήμερα πια θεωρείται το πλέον οικολογικό υλικό. Η σύσταση του αποτελείται από: θηραϊκή γη (ποζουλάνη), ποταμίσια άμμο (δεν περιέχει άλατα), υδραυλικό ασβέστη (σκόνη), νερό. Η ανάμιξη αυτών των υλικών μας δίνει ένα πολύ ισχυρό κονίαμα που είναι εργάσιμο όπως ένα κανονικό κονίαμα σοβατίσματος, μόνο που είναι πιο υγιές. Ο λόγος είναι πως αυτό επιτρέπει στο τοίχο να αναπνέει ενώ ταυτόχρονα δεν απορροφά νερό και λόγο της απουσίας του τσιμέντου δε δημιουργούνται σκασίματα ή ρηγματώσεις. Με την πρόσμιξη χρώματος (κεραμάλευρο) μπορεί να πάρει ότι χρώμα θέλουμε. Έχει πάρα πολύ καλή συμπεριφορά στην υγρασία και στη συστολή – διαστολή. Κατάλληλο για εσωτερική και εξωτερική χρήση ως επικάλυψη σε τσιμεντένιους τοίχους και δάπεδα, αλλά και σε πλακάκια, μάρμαρα, μωσαϊκό με την απαραίτητηπροετοιμασία του υποστρώματος

BETON CIRE

Το BETON CIRE σε μορφή Ιταλικής σπατουλαριστής κερωμένης πατητής τσιμεντοκονίας είναι ένα μείγμα το οποίο στο σύνολό του αποτελείται από ειδικάσκληρυντικά και διάφορα είδη τσιμέντου με αποτέλεσμα κατά το τελείωμά του, δίνει την αίσθηση μπετόν ή φυσικής πέτρας και όσον αφορά τη σύσταση αλλά και την εμφάνιση. Αυτό το κονίαμα όταν ωριμάσει είναι μια μάζα η οποία δεν προσβάλλεται από το νερό καθώς είναι αδιάβροχο αλλά παράλληλα διατηρεί μια επιφάνεια που αναπνέει.Κατάλληλο για εσωτερική και εξωτερική χρήση ως επικάλυψη σε τσιμεντένιους τοίχους και δάπεδα, αλλά και σε πλακάκια, μάρμαρα, μωσαϊκό με την απαραίτητη προετοιμασία του υποστρώματος. To beton cire μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως τελική επίστρωση δαπέδων καιτοίχων σε υγρούς χώρους. Η τελική του μορφή μπορεί να έχει την όψη του λείου τσιμέντου ή φυσικής πέτρας σε ματ ή γυαλιστερό τελείωμα.
Ιδανικό για την επικάλυψη λείων και ισόπεδων τοίχων, δαπέδων ταβάνια και σε ακάλυπτο σκυρόδεμα Εξαιρετικό ως κορυφαία διακοσμητική επίστρωση σε θερμάμενα πατώματα. Καλή φυσική αντίσταση σε νερό χωρίς στεγανωτικά ή βερνίκια. Ιδιαίτερα καλή πρόσφυση πάνω σε όλες τις επιφάνειες , όπως ξύλο,μέταλλο και κάθε είδους γυαλί. Δεν σπάει και δεν ριγματώνεται. Έτοιμο για χρήση δύο ώρες μετά την εφαρμογή


 Deco Beton

Tο Deco Beton είναι ένα εναλλακτικό τσιμεντοειδές υλικό με πολλές διακοσμητικές εφαρμογές.
Η ειδική του σύνθεση του επιτρέπει να εφαρμόζεται επάνω σε οποιαδήποτε σταθερή
επιφάνεια. Έτσι μπορεί να εφαρμοστεί σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους,
πάνω σε κάθε υπόστρωμα - παλιά πλακάκια, ξύλο, γυψοσανίδες, τσιμεντοσανίδες,
σοβά, ήδη βαμμένες επιφάνειες τοίχων κλπ- , σε επιφάνειες κάθετες ή οριζόντιες.
Είναι ιδανικό για χρήση σε χώρους υγρούς όπως douche, μπανιέρες, πάγκοι κουζίνας κλπ.
Το εξαιρετικά λεπτό πάχος του επιχρίσματος (3 - 4 mm) το καθιστά
ιδανικό υλικό στην ανακαίνιση.
Φινίρισμα επιφάνειας: ματ, σατινέ ή γυαλιστερή

Tadelakt
Το Tadelakt είναι ένα φωτεινό, σχεδόν αδιάβροχο ασβεστοκονίαμα ασβέστη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό των κτηρίων και στη εξωτερική όψη .Σέ υγρούς χώρους, όπως χαμάμ, μπάνια, κουζίνες, κ.α  Έχει στεγανότητα  και βελούδινη υφή. Η χρήση του είναι αποκλειστικά για επιφάνειες μπετόν και τούβλα. Δεν επιτρέπεται η χρήση του σε (γυψοσανίδες-pvc και άλλα υλικά)

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Η ιστορία του οικολογικού σοβά κουρασάνι

Αρχαία Ελλάδα - Μινωϊκή Ελλάδα

Αν και το τσιμέντο με την μορφή που το ξέρουμε σήμερα δεν υπήρχε στην αρχαιότητα, υπήρχε εφάμιλλο από μείγμα σβησμένου ασβέστη, με ηφαιστειακής γης από την Θήρα (θηραϊκή γη) ή την Νίσυρο και άμμο - χαλίκι που έδινε εκπληκτικά αποτελέσματα και ήταν έτσι φτιαγμένο που να προσεγγίζει ή και να ξεπερνάει σε ιδιότητες το σημερινό τσιμέντο.
Η δεξαμενή νερού της αρχαίας πόλης Καμείρου στην Ρόδο, χωρητικότητας 600 τόνων, αποτελεί δείγμα της χρήσης του αρχαίου τσιμέντου σχεδόν από το 900 π.Χ. Παρόμοια ευρήματα συναντώνται και στην Κνωσό, στα Μινωϊκά ανάκτορα, που θεωρούνται από τα σημαντικώτερα τεχνολογικό επιτεύγματα μέχρι σήμερα.

Αρχαία Ρώμη - Πάνθεον

Το Ρωμαϊκό κονίαμα έχει τη δυνατότητα να πήζει και να σκληραίνει μέσα στο νερό (υδραυλική κονία) και δε διαλύεται από νερό όπως τα ασβεστοκονιάματα. Χρησιμοποιήθηκε για πλήθος κατασκευών κατά την Ρωμαϊκή εποχή, όπως οδοί, γέφυρες, υδραγωγεία, τα λουτρά του Καρακάλα, το Κολοσσαίο κ.α. Χρησιμοποιόντας μεταξύ άλλων λάβα από τα κοντινά ηφαίστεια (π.χ. το Pozuoli εξ ου και ποζολάνες ή ποζολανικά κονιάματα), πετύχαιναν ένα ισχυρότατο μίγμα, με αποτέλεσμα έργα των οποίων η αντοχή εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα. Το Πάνθεον είναι ένα από τα αρχαιότερα διασωθέντα ανέπαφα κτίσματα παγκοσμίως και ναι, το κύριο οικοδομικό υλικό του είναι το Ρωμαϊκό κονίαμα.

Βυζάντιο - Αγιά Σοφιά

Η θρυλική Αγια Σοφιά είναι ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, που οφείλει πολλά στα δομικά υλικά της εποχής. Η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβου Πολυτεχνείου, κ. Τώνια Μοροπούλου, έψαξε τα βυζαντινά κείμενα στο Φανάρι και βρήκε μια περιγραφή του 9ου αι. που αφορά στην κατασκευή του ναού και ειδικά την σύνθεση των κονιαμάτων της Αγιά Σοφιάς, το περίφημο βυζαντινό τσιμέντο, που είναι και το πιο κρίσιμο υλικό για τη άμεμπτη συμπεριφορά του μνημείου στους σεισμούς. Το ίδιο υλικό, το λεγόμενο τότε “κουρασάνι” χρησιμοποίησαν τον 18ο αιώνα στην παλαιά πόλη της Ρόδου για να επικαλύψουν και να αδιαβροχοποιήσουν τις στέγες αλλά και παλιότερα οι μονές του Αγίου Όρους και άλλα Βυζαντινά κτίσματα.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Άλλα είδη υδραυλικών κονιαμάτων


Ποζολάνες
Είναι κονίες πυριτικής ή αργιλοπυριτικής σύστασης,οι οποίες ανήκουν στην κατηγορία των υδραυλικών κονιών γιατί όταν αντιδρούν με το cα(οη)2 δίνουν ενώσεις με αυξημένες υδραυλικές ιδιότητες. Οι ποζολάνες διακρίνονται σε φυσικές και σε τεχνικές ανάλογα με την προέλευσή τους.
Οι φυσικές ποζολάνες είναι κυρίως ηφαιστιογενείς, όπως η ελληνική θηραική γη, η ιταλική pozzolana(η οποία έδωσε το όνομα της σ’ αυτή την κατηγορία των κονιών),η γερμανική trass,κ.ά.
Οι τεχνιτές ποζολάνες παρασκευάζονται από αργίλους και σχιστόλιθους με θερμική κατεργασία, δηλαδή πύρωση σε θερμοκρασίες μεταξύ 770-900 °c. Τεχνητές ποζολάνες είναι επίσης και οι σκουριές από υψικάμινους, όπως και η ιπτάμενη τέφρα, η οποία είναι σκόνη που παράγεται από την καύση λιτθανθράκων και λιγνιτών σε εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ποζολανικότητα της θηραϊκής γης, όπως και όλων των ποζολάνων, είναι βασικά η ικανότητά τους να δεσμεύουν την άσβεστο που χρησιμοποιείται για την σύνθεση των παραδοσιακών κονιαμάτων, αλλά και αποβάλλεται κατά την ενυδάτωση του τσιμέντου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της αντοχής των κονιαμάτων και του τσιμέντου, αφού με την δέσμευση και μετέπειτα ενυδάτωση της ασβέστου από την ποζολάνη προκύπτουν χημικέ ενώσεις που προσδίδουν μεγάλη αντοχή. Η ικανότητα δέσμευσης είναι μεγαλύτερη, όσο περισσότερο λεπτοαλεσμένη είναι η ποζολάνη.

 Η θηραϊκή γη είναι ελληνική ποζολάνη και είναι υλικό ηφαιστειογενούς προέλευσης. Αποτελείται από ηφαιστειακή στάχτη, κίσσηρη και οψιδιάνο. Είναι πλούσια σε οξείδια του πυριτίου και του αργιλίου. Η επίδραση των ποζολανικών υλικών στις μηχανικές ιδιότητες και στο μηχανισμό πήξης των ασβεστοκονιαμάτων ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Οι ρωμαίοι γνώριζαν στην πράξη, ότι η προσθήκη φυσικής (π.χ. θηραϊκή γη) ή τεχνητής ποζολάνης (π.χ. παιπάλη ή θραύσματα κεραμικών) στα ασβεστοκονιάματα αυξάνει τις μηχανικές τους αντοχές και τους επιτρέπει να πήζουν και να σκληραίνουν σε συνθήκες αυξημένης υγρασίας. Τα ποζολανικά κονιάματα τύπου ασβέστη-θραυσμένου κεραμικού χρησιμοποιήθηκαν ευρέως κατά την ρωμαϊκή και την βυζαντινή περίοδο. Τα κονιάματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως εξωτερικά επιχρίσματα, για την υδρο-μόνωση δεξαμενών και υδραγωγών, καθώς και για την κατασκευή ψηφιδωτών. Στα δομικά κονιάματα τοιχοποιίας που έφεραν μεγάλα φορτία έγινε ποιο ενώ το πάχος των οριζοντίων στρώσεων αύξανε σταδιακά από 10-15 mm  έως 60-70mm.

Η υδραυλική άσβεστος.


Η υδραυλική άσβεστος παρασκευάζεται με όπτηση ασβεστολιθικών πετρωμάτων(1000-1200 °c) με αυξημένη περιεκτικότητα σε οξείδια του αργιλίου και του πυριτίου. Η περιεκτικότητα σε άργιλο είναι 10-15%.


Σβέση της υδραυλικής ασβέστου
Η σβέση της υδραυλικής ασβέστου γίνεται στον τόπο παραγωγής της αμέσως μετά την όπτηση. Το προϊόν της όπτησης ραντίζεται με όση ποσότητα νερού απαιτείται για να μετατραπεί σε υδράσβεστο. Ακολούθως, αφήνεται στο περιβάλλον για 10 μέρες περίπου, όπου υφίσταται συμπληρωματική σβέση και κονιοποιείται.


Πήξη και σκλήρυνση της υδραυλικής ασβέστου
Η πήξη οφείλεται κυρίως στους υδραυλικούς συντελεστές της κονίας. Όμως στην πήξη και την  σκλήρυνση συμβάλλει και η μικρή ποσότητα cαο που σχηματίζεται κατά την όπτηση, το οποίο αφού ενυδατωθεί και μετατραπεί σε υδράσβετο, cα(οη)2, αντιδρά με το co2 της ατμόσφαιρας και οδηγεί στο σχηματισμό cαco3 και στη στερεοποίηση του, δηλαδή στη λίθωση της υδρασβέστου.


Εφαρμογές της υδραυλικής ασβέστου
Η υδραυλική άσβεστος μαζί με άμμο δίνει κονιάματα, τα οποία έχουν καλύτερες μηχανικές ιδιότητες από τα κονιάματα της αερικής ασβέστου, υστερούν όμως προς της αντοχές των τσιμεντοκονιαμάτων, επειδή περιέχουν σημαντικό ποσοστό ελεύθερης ασβέστου. Σε ορισμένα επισκευαστικά κονιάματα επιβάλλεται η χρήση υδραυλικής ασβέστου, κονιάματα της οποίας συνδυάζονται φυσικοχημικά και μηχανικά καλύτερα με δομικά στοιχεία.

Η χρήση υδραυλικής ασβέστου για την παρασκευή κονιαµάτων είναι γνωστή από την αρχαιότητα.
Οι κονίες της υδραυλικής ασβέστου έχουν το πλεονέκτηµα σε σύγκριση µε την αερική άσβεστο να
ενυδατώνονται και να στερεοποιούνται παρουσία νερού, λειτουργώντας σαν «φυσικά τσιµέντα».
Η φυσική υδραυλική άσβεστος προέρχεται από την έψηση ασβεστολίθων στους οποίους
συνυπάρχουν αφενός ανθρακικό ασβέστιο και αφετέρου άργιλοι ή διοξείδιο του πυριτίου σε  µη
κρυσταλλική κατάσταση  (άµορφο),  σε ποσοστά από 15  έως 35%.  Στη συνέχεια το προϊόν της
έψησης ενυδατώνεται και  µετατρέπεται σε σκόνη  µε ή χωρίς λειοτρίβηση. Μία από τις βασικές
διαφορές στην παραγωγή  µιας υδραυλικής ασβέστου και ενός τσιµέντου πόρτλαντ είναι η
θερµοκρασία έψησης (Callebaut, 2001).
Κατά την έψηση ενός ασβεστόλιθου που περιέχει αργίλους ή άµορφο διοξείδιο του πυριτίου,
οι άργιλοι καταστρέφονται σε θερµοκρασίες από 400 έως 600 °C, ενώ στο θερµοκρασιακό εύρος
από 850  έως 1250 °C  δηµιουργούνται  µε το οξείδιο του ασβεστίου,  ασβεστοπυριτικές και
ασβεστοαργιλικές φάσεις.  Στο τσιµέντο πόρτλαντ,  που παράγεται από έψηση ασβεστολίθων και
αργιλικών προσµίξεων σε θερµοκρασίες πάνω από 1400 °C, κατά την περίτηξη δηµιουργείται το
κλίνκερ. Οι υδραυλικές φάσεις των ανωτέρω δυο προϊόντων διαφέρουν, δεδοµένου ότι το πυριτικό

Ιστορία κονιαμάτων


Αν και το τσιμέντο με την μορφή που το ξέρουμε σήμερα δεν φανταζόμαστε ότι υπήρχε στην αρχαιότητα, υπήρχε εφάμιλλο από μείγμα σβησμένου ασβέστη, με θηραϊκή γη και άμμο – χαλίκι που έδινε τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα. Απλά σήμερα δεν χρησιμοποιούμε για το τσιμέντο μας έτοιμα ηφαιστειακά υλικά όπως οι αρχαίοι, αλλά τα ψήνουμε σε υψικαμίνους.
Σε αρκετές περιπτώσεις, η οικοδομική λάσπη που χρησιμοποιήθηκε ήταν έτσι φτιαγμένη που να προσεγγίζει ή και να ξεπερνάει σε ιδιότητες το σημερινό τσιμέντο. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όπως σε δεξαμενές νερού στα πλυντήρια των ορυχείων ασημιού στο Λαύριο , πέτυχαν και ένα τύπο μπετόν που είναι αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια αλλα και από άλλες ακτινοβολίες. Το μυστικό προφανώς ήταν η υψηλή περιεκτικότητα της λάσπης σε μόλυβδο που εξορυσσόταν από τα γειτονικά ορυχεία.
Η δεξαμενή νερού της αρχαίας πόλης Καμείρου στην Ρόδο, χωρητικότητας 600 τόνων, αποτελεί άλλο σημείο εντυπωσιακής εκτεταμένης χρήσης   του αρχαίου τσιμέντου σχεδόν από το 900 π.χ.
Παρόμοια ευρήματα συναντώνται και στην Κνωσό αλλά και σε αρκετές άλλες υδατοδεξαμενές της αρχαίας Ελλάδας.  
Αργότερα εκτεταμένη χρήση τσιμέντου παρατηρείται και στον ρωμαικό κόσμο. Το Πάνθεον, τα λουτρά του Καρακάλα, το Κολοσαίο το χρυσό παλάτι του Νέρωνα και άλλα διάσημα ρωμαϊκά έργα φτιάχτηκαν με την βοήθεια τσιμέντου.
Υπάρχουν αναφορές και για χρήση του τσιμέντου και από άλλους λαούς όπως π.χ. στο Σινικό τοίχος. Τσιμέντο συναντάμε και στους θόλους της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.